- πολυπόθητος
- -η, -οο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυπόθητος — much longed for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek
πολυποθητότερον — πολυπόθητος much longed for adverbial comp πολυπόθητος much longed for masc acc comp sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητον — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποθήτου — πολυπόθητος much longed for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποθήτους — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητα — πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητε — πολυπόθητος much longed for masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόθητοι — πολυπόθητος much longed for masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβοπόθητος — η, ο [ακριβοποθώ] πολυπόθητος, πολυαγαπημένος … Dictionary of Greek